- ἀναρριπτέω
- ἀνα-ρριπτέω (ϝρίπτω), ἀνα-ρρίπτω, ipf. ἀνερρίπτουν, aor. ἀνέρριψα: fling up, ἄλα πηδῷ, of vigorous rowing; without πηδῷ, Od. 10.130. (Od.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
αναρρίπτω — και χνω (AM ἀναρρίπτω) (Α ποιητ. ἀναρριπτέω) 1. ρίχνω κάτι προς τα επάνω 2. φρ. «ἀνερρίφθω ὁ κύβος» ας ληφθεί η απόφαση ας διακινδυνεύσουμε τα πάντα νεοελλ. 1. ρίχνω πέρα ή πίσω, ρίχνω για προφύλαξη αρχ. 1. εκτοξεύω 2. θέτω σε κίνηση, υποκινώ… … Dictionary of Greek